Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Ο ΑΛΚΙΔΑΣ

ΘΩΜΑΣ ΧΡ.ΝΑΝΟΣ 
Στη δεκαετία του ’70 και αργότερα στη γειτονιά μου υπήρχε ένα μικρό μπακάλικο που το διαχειριζόταν η κυρία Σοφία κι ο κύριος Αλκιβιάδης (Αλκίδας).
Ο μπάρμπα – Αλκίδας ήταν ένας άνθρωπος προοδευτικός, ενας άνθρωπος που ήθελε να εξυπηρετεί, να κάνει τη ζωή των συγχωριανών του πιο εύκολη πιο χαρούμενη. Το μαγαζί του είχε, το μοναδικό τηλέφωνο στη γειτονιά. Όταν κάποιος δεχόταν τηλεφώνημα από κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο, ο Αλκιβιάδης άρπαζε την ντουντούκα και τον φώναζε: «ο Κωνσταντίνος Σταμογιώργος έχει τηλέφωνο από την Αμερική». Έτσι η ντουντούκα του Αλκίδα καταργούσε το απόρρητο της επικοινωνίας. Κάθε Κυριακή ή τα απογεύματα έβαζε το μεγάφωνο στη διαπασών με δημοτικά τραγούδια προς ψυχαγωγία και διασκέδαση της γειτονιάς. Μαγνητοφωνούσε και τραγουδούσε ο ίδιος παραδοσιακά τραγούδια. Επιχειρούσε μάλιστα να φέρει στο χωριό μας με αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα στην αείμνηστη Δόμνα Σαμίου για να καταγράψει τα δημοτικά τραγούδια του χωριού – άσχετα αν δεν τα κατάφερε να την πείσει ποτέ. Ακόμη προσπαθούσε να μάθει βιολί κι αφού έπαιζε μερικές νότες μας ρωτούσε: «Ποιο έπαιξα;» αλλά που να καταλάβουμε εμείς με λίγες δοξαριές του βιολιού ποιο τραγούδι έπαιξε. Όταν πηγαίναμε για ψώνια η κυρία Σοφία δεν ήξερε όλες τις τιμές και μας έλεγε συνέχεα την ίδια φράση: «το βράδυ μάναμ που θα ’ρθει ο Αλκίδας».Αργότερα ήθελε να φτάξει δεύτερη στάση λεωφορείων στο χωριό κι έτσι μάζεψε υπογραφές απ’ όλη τη γειτονιά. Εκεί που αυτό το εγχείρημα θεωρούνταν ακατόρθωτο για τους περισσότερους, αυτός τα κατάφερε με απανωτές επισκέψεις στο σταθμάρχη λεωφορείων Καρδίτσας. Η δεύτερη στάση μετά από αρκετό καιρό ήταν γεγονός. Έτσι το λεωφορείο γέμιζε στην πρώτη στάση δημιουργώντας θυμό και αγανάκτηση στους επιβάτες της δεύτερης στάσης που δεν έβρισκαν τώρα θέσεις κενές για να καθίσουν.
Για όλους τους παραπάνω λόγους προτείνω στο κοινοτικό συμβούλιο με απόφαση του να ονομάσει τη στάση Αλκιβιάδη Σταμογιώργου σε ένδειξη τιμής και μνήμης.
Στη δεκαετία του ’60 ο Αλκίδας είχε παντοπωλείο στη Ραχωβίτσα. Ήταν εφοδιασμένο με σπάγκο, λάδι, καρφιά, πετρέλαιο, βελόνες, καραμέλες, λουκούμια κ.τ.λ, ό,τι μπορεί να χρειαστεί ένας οικισμός 80 – 100 κατοίκων. Ως πρωτοπόρος που ήταν, ήθελε να ευχαριστήσει τους πελάτες του γι’ αυτό αποφάσισε να φέρει έναν ολόσωμο μεγάλο καθρέπτη, σπάνιο για την εποχή εκείνη για να καθρεφτίζονται οι χωριανοί του σε ολόσωμη όψη. Έτσι μια μέρα που κατέβηκε στην Καρδίτσα αγόρασε ένα μεγάλο ολόσωμο καθρέφτη για το παντοπωλείο της Ραχωβίτσας.Τον έφερε στο χωριό και τον φόρτωσε στο γάιδαρο με προορισμό τη Ραχωβίτσα. Μόλις ο γάιδαρος με τον καθρέφτη φάνηκε στις ραχούλες προς τη Ραχωβίτσα άρχισε να αστράφτει από την αντανάκλαση του ήλιου. Αυτό φούντωσε την περιέργεια των κατοίκων και ειδικά των παιδιών.Αυτά περίμεναν με αγωνία να φτάσει ο Αλκίδας στο παντοπωλείο για να δουν τι είναι τέλος πάντων αυτό που γυαλίζει τόσο πολύ στο σαμάρι του γαιδάρου. Αφού τελικά έφτασε στον προορισμό του ξεφόρτωσε τον καθρέφτη προσεχτικά και τον τοποθέτησε στη ρίζα μιας αμυγδαλιάς. Μπροστά στον καθρέφτη περνούσαν τα παιδιά, οι άντρες, οι γυναίκες και έβλεπαν ολόσωμο τον εαυτό τους. Το πρόσωπο, τα ρούχα, τα παπούτσια τους.Παράλληλα ο Αλκίδας ταχτοποίησε τα πράγματα στο παντοπωλείο και κάθισε να ξεκουραστεί.Εκείνη τη στιγμή έξω από το παντοπωλείο περνού
σε ένα κοπάδι γίδια. Βλέπει ο τράγος άλλο τράγο μες τον καθρέφτη και παίρνει φόρα και τον έκανε (μπαγκλίδια) μικρά κομμάτια. Έτσι η Ραχωβίτσα έμεινε για τα επόμενα χρόνια χωρίς ολόσωμο – μεγάλο καθρέφτη.
(Την ιστορία μου τη αφηγήθηκε ο Ηλίας Καραθάνος).
Θωμάς Νάνος